- κινναβαρίζω
- κινναβαρίζω (Α) [κιννάβαρις]έχω το χρώμα τού κινναβάρεως, είμαι κόκκινος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κινναβαρίζον — κινναβαρίζω have the colour of pres part act masc voc sg κινναβαρίζω have the colour of pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινναβαρίσεις — κινναβαρίζω have the colour of aor subj act 2nd sg (epic) κινναβαρίζω have the colour of fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινναβαρίζουσαν — κινναβαρίζω have the colour of pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινναβαρίζων — κινναβαρίζω have the colour of pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινναβάρισον — κινναβαρίζω have the colour of aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)